- ὑάγχη
- ὑάγχη [pron. full] [ῠ], ἡ, ([etym.] ὗς, ἄγχω)A angina with external swellings like those in scrofula, Cael.Aur.CP3.1: v. κυν-άγχη.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υάγχη — η / ὑάγχη, ΝΑ νόσος τού λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οπίσθιου τμήματος τού στόματος και τού λάρυγγα αρχ. (γενικά) οξύς πόνος τού λαιμού, κυνάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν άγχη,… … Dictionary of Greek
χοιράγχη — ἡ, ΜΑ, δωρ. τ. χοιράγχα Α η ὑάγχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + άγχη (< ἄγχω «πιέζω, σφίγγω»), πρβλ. κυν άγχη, ὑ άγχη] … Dictionary of Greek